- φορολογήσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί να φορολογηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορολογήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. ή σιμος (πρβλ. καλλιεργ ή σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο] … Dictionary of Greek